Το Αϊβαλί ρήμαξε. Απομείνανε στην πολιτεία λιγοστοί άνθρωποι, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, ο πρωτοσύγκελος Αρσένιος, οι παπάδες, τα ορφανά κ' οι γέροι στο ορφανοτροφείο και στο Γηροκομείο, κι όσοι χρειαζόντανε για να δουλεύουν στις μηχανές, που βγάζανε τα λάδια και τα σαπούνια, για να τρώνε και να πλύνουνται οι άπλυτοι και βρώμικοι στην ψυχή και στο σώμα. Τότε έγραψε ο Δεσπότης το παρακάτω πρακτικό, που καταχωρήθηκε στον κώδικα της Δημογεροντίας:
''Τετέλεσται! Το έργον της καταστροφής επετελέσθη! Εν τη φορά των μεγάλων ανατροπών, απωλέσθησαν και αι ζωτικαί και ακμαίαι υλικαί και ηθικαί δυνάμεις της περιλάμπρου πόλεως των Κυδωνιών. Το ζοφερόν σκότος της ερημώσεως, της προελθούσης εκ του μετοικισμού και της διασποράς των τέκνων αυτής, ήπλωσε τας ειδεχθείς αυτού πτέρυγας και εξήλειψε τα ρόδα της δροσερής μορφής της Αιολίδος παρθένου και την παρουσίασε νεκράν προ των οφθαλμών, του έκπληκτου παρατηρητού. Αλλ' όχι! Η απαράμιλλος εις κάλος και ζωτικότητα Αιολίς παρθένος, δεν αποθνήσκει. Υπό το στήθος αυτής ευρίσκονται πνεύμονες, τους οποίους δεν θα κατορθώσει να καταστρέψει η οδύνη και καρδία, γνωριζομένη εκ των ευγενών παλμών της. Δεν θα παρέλθει πολύς χρόνος και το κάλλος, όπερ διεσώθη και εν τη πρώτη καταστροφή, θέλει περιβάλλει ως στέφανος αφθίτου δόξης το αγνόν μετωπό της, το οποίο δεν ηδυνήθησαν να ωχράνωσιν οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα και ο ακάνθινος στέφανος.
Τετέλεσται! Η ιστορικωτάτη πόλις μας ετάφη ως νεκρά. Και ήδη, αναχωρούντες σήμερον και ημείς, μετά των τεσσαράκοντα πέντε ορφανών του Ορφανοτροφείου και τριάκοντα γερόντων του Γηροκομείου, ίνα φάγωμεν μετά του ποιμνίου ημών το πικρόν του μετοικισμού και του πλάνητος βίου άρτον, τίθεμεν επί του τάφου αυτής την παγεράν της καταστροφής πλάκα, επ' ελπίδι λίαν προσεχούς Αναστάσεως, καθ' ήν τα τέκνα αυτής, δοκιμασθέντα και καθαρθέντα, ως χρυσός εν χωνευτηρίω θα επανέλθωσιν απηλλαγμένα πλέον ανθρωπίνων ταπεινών παθών, ίνα άρωσι τον λίθον, εμφυσήσωσι την ζωήν εις την νεκροφανή μάρτυρα πόλιν και συνεχίσωσι τα μεγάλα έργα της αδελφοσύνης, της φιλανθρωπίας, της εκπαιδεύσεως και πάσης άλλης υλικής και ηθικής προόδου.
''Τετέλεσται! Το έργον της καταστροφής επετελέσθη! Εν τη φορά των μεγάλων ανατροπών, απωλέσθησαν και αι ζωτικαί και ακμαίαι υλικαί και ηθικαί δυνάμεις της περιλάμπρου πόλεως των Κυδωνιών. Το ζοφερόν σκότος της ερημώσεως, της προελθούσης εκ του μετοικισμού και της διασποράς των τέκνων αυτής, ήπλωσε τας ειδεχθείς αυτού πτέρυγας και εξήλειψε τα ρόδα της δροσερής μορφής της Αιολίδος παρθένου και την παρουσίασε νεκράν προ των οφθαλμών, του έκπληκτου παρατηρητού. Αλλ' όχι! Η απαράμιλλος εις κάλος και ζωτικότητα Αιολίς παρθένος, δεν αποθνήσκει. Υπό το στήθος αυτής ευρίσκονται πνεύμονες, τους οποίους δεν θα κατορθώσει να καταστρέψει η οδύνη και καρδία, γνωριζομένη εκ των ευγενών παλμών της. Δεν θα παρέλθει πολύς χρόνος και το κάλλος, όπερ διεσώθη και εν τη πρώτη καταστροφή, θέλει περιβάλλει ως στέφανος αφθίτου δόξης το αγνόν μετωπό της, το οποίο δεν ηδυνήθησαν να ωχράνωσιν οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα και ο ακάνθινος στέφανος.
Τετέλεσται! Η ιστορικωτάτη πόλις μας ετάφη ως νεκρά. Και ήδη, αναχωρούντες σήμερον και ημείς, μετά των τεσσαράκοντα πέντε ορφανών του Ορφανοτροφείου και τριάκοντα γερόντων του Γηροκομείου, ίνα φάγωμεν μετά του ποιμνίου ημών το πικρόν του μετοικισμού και του πλάνητος βίου άρτον, τίθεμεν επί του τάφου αυτής την παγεράν της καταστροφής πλάκα, επ' ελπίδι λίαν προσεχούς Αναστάσεως, καθ' ήν τα τέκνα αυτής, δοκιμασθέντα και καθαρθέντα, ως χρυσός εν χωνευτηρίω θα επανέλθωσιν απηλλαγμένα πλέον ανθρωπίνων ταπεινών παθών, ίνα άρωσι τον λίθον, εμφυσήσωσι την ζωήν εις την νεκροφανή μάρτυρα πόλιν και συνεχίσωσι τα μεγάλα έργα της αδελφοσύνης, της φιλανθρωπίας, της εκπαιδεύσεως και πάσης άλλης υλικής και ηθικής προόδου.